ἐπικεκάλυπται

ἐπικεκάλυπται
ἐπικαλύπτω
cover over
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επικαλύπτω — (AM ἐπικαλύπτω) σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα νεοελλ. καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω αρχ. 1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.) 2. επισκοτίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”